- Παναθηναίοισι
- Παναθήναιαneut dat pl (epic ionic aeolic)Παναθήναιοςmasc dat pl (epic ionic aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επαφαυαίνομαι — ἐπαφαυαίνομαι (Α) καταξηραίνομαι, στεγνώνω («ὥστε γ ἐπαφαυάνθην Παναθηναίοισι γελῶν» ξεράθηκα στα γέλια, Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αφαυαίνομαι (παράλληλος τ. τού αφαύω) «ξηραίνομαι»] … Dictionary of Greek